- εγκατακαίω
- ἐγκατακαίω (Α)σχηματίζω σημείο στο δέρμα με κάψιμο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγκατακαίειν — ἐγκατακαίω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακαίεσθαι — ἐγκατακαίω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακαίοντος — ἐγκατακαίω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)